- αγγιάζω
- [αγγίζω]1. αγγίζω2. ενοχλώ, προσβάλλω, θίγω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγγιάζω — άγγιαξα, αγγιάχτηκα, αγγιασμένος, πειράζω, προσβάλλω: Μην τον αγγιάζεις, γιατί ανάβει εύκολα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγγιαγμα — το [αγγιάζω] βλ. άγγιασμα … Dictionary of Greek
άγγιασμα — και άγγιαγμα, το [αγγιάζω] 1. άγγιγμα, επαφή 2. προσβολή, πείραγμα … Dictionary of Greek
άγγιαχτος — η, ο 1. αυτός που δεν μπορεί να τόν πλησιάσει κανείς 2. άψαυστος, άγγιχτος 3. ανέπαφος, ακέραιος 4. μτφ. ευέξαπτος, ευερέθιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερο < α στερητ. + ’γγιάζω ή < αγγιάζω, όπου η σημασία τής στερήσεως δημιουργήθηκε από το… … Dictionary of Greek